- φωναχτός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που φωνάζει δυνατά, αποκαλυπτικός, που τα λέει όλα: Αυτό που έγινε είναι φωναχτή περίπτωση αδικίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωναχτός — ή, ό, Ν [φωνάζω] 1. αυτός που λέγεται μεγαλόφωνα 2. μτφ. αυτός που τά λέει όλα, αποκαλυπτικός. επίρρ... φωναχτά Ν με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φωναχτά — Ν επίρρ. βλ. φωναχτός … Dictionary of Greek